- Παλαιοημερολογίτης
- και Παλιοημερολογίτης, ο, θηλ. -ισσαοπαδός μικρής μερίδας Ορθόδοξων χριστιανών που εμμένουν στην διατήρηση τού παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, δηλ. τού Ιουλιανού Ημερολογίου, και τελούν τις εορτές κατά τις αναγνωρισμένες από το ημερολόγιο αυτό ημερομηνίες και μετά την εισαγωγή τού νέου, τού Γρηγοριανού, στις 20 Μαρτίου τού 1924.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + ημερολόγιο + επίθημα -ίτης].
Dictionary of Greek. 2013.