Παλαιοημερολογίτης

Παλαιοημερολογίτης
και Παλιοημερολογίτης, ο, θηλ. -ισσα
οπαδός μικρής μερίδας Ορθόδοξων χριστιανών που εμμένουν στην διατήρηση τού παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, δηλ. τού Ιουλιανού Ημερολογίου, και τελούν τις εορτές κατά τις αναγνωρισμένες από το ημερολόγιο αυτό ημερομηνίες και μετά την εισαγωγή τού νέου, τού Γρηγοριανού, στις 20 Μαρτίου τού 1924.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο-* + ημερολόγιο + επίθημα -ίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλαιοημερολογίτης — ο θηλ. ισσα αυτός που δέχεται και ακολουθεί το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαιοημερολογίτικος — και παλιοημερολογίτικος, η, ο [Παλαιοημερολογίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλαιό εκκλησιαστικό ημερολόγιο, το Ιουλιανό 2. μτφ. πεπαλαιωμένος, αναχρονιστικός …   Dictionary of Greek

  • παλαιοημερολογιτισμός — ο 1. εμμονή στην τήρηση τού παλαιού, δηλ. τού Ιουλιανού εκκλησιαστικού ημερολογίου 2. καθυστερημένη, απαρχαιωμένη νοοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαιοημερολογίτης + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • παλιοημερολογίτης — ο, θηλ. παλιοημερολογίτισσα βλ. παλαιοημερολογίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”